Σε ανάμνηση της θριαμβικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, η Κυριακή των Βαΐων εγκαινιάζει τη λεγόμενη Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών.
Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, οι Ιουδαίοι υποδέχθηκαν τον Ιησού στην πόλη των Ιεροσολύμων, ο οποίος ήρθε καθισμένος επί «πώλον όνου». Τα πλήθη κρατώντας βάγια (κλάδους φοινίκων) και απλώνοντας στο έδαφος τα ενδύματά τους ζητωκραύγαζαν «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Έτσι σύμφωνα με την Παράδοση επιβεβαιώθηκε η προφητεία του Ζαχαρία που έλεγε «μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου».
Όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, από φοίνικες δηλαδή ή από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά, τα οποία μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη καθισμένος σε πουλάρι αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο, στην Κωνσταντινούπολη γινόταν «ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Μέγα Παλάτιον προς τη Μεγάλη Εκκλησία.
Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά.
Το έθιμο αυτό πέρασε και στην «Τρίτη Ρώμη», τη Μόσχα όπου οι Τσάροι το υιοθέτησαν πραγματοποιώντας διαδρομή από το Κρεμλίνο μέχρι τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου, στη σημερινή Κόκκινη Πλατεία.
Κατά τον Μεσαίωνα, στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υπήρξε ένα περίεργο έθιμο όπου μέσα στην εκκλησία περιαγόταν πουλάρι πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί ομοίωμα του Χριστού.
Τα «βαγιοχτυπήματα»
Σύμφωνα με τα έθιμα, οι γυναίκες συνήθιζαν να χτυπούν με βάγια η μια την άλλη καλώς ο φοίνικας θεωρείτο ότι είχε γονιμοποιές δυνάμεις οι οποίες μεταφέρονταν και στις ίδιες.
«Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα», ήταν η διαδεδομένη ευχή, αφού τα βάγια φέροντας ιαματικές και αποτρεπτικές δυνάμεις στόλιζαν σχεδόν κάθε σπίτι και περιβόλι.
Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους λέγοντας «Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω»
Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα. Όπως το νερό παρέσυρε τα βάγια, εκείνο που ήταν πρώτο «εξασφάλιζε» στην ιδιοκτήτριά του να είναι πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.
Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την «αργινάρα», μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.
Τα έθιμα της περιφορά των κλαδιών αποτελούν συνέχεια του αρχαίου εθίμου της «ειρεσιώνης» κατά το οποίο ένα κλαδί στολισμένο με καρπούς περιφέρονταν στους δρόμους προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό της Άνοιξης.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού το έθιμο διαφοροποιήθηκε αφού τη θέση του κλαδιού την πήραν τα βάγια σχηματισμένα σε διάφορα σχήματα με πιο κλασσικό αυτό του ψαριού, καθώς ήταν το βασικό σημάδι των χριστιανών την εποχή των διωγμών και φυσικά λόγω του ακρωνυμίου ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).
Παρά το γεγονός ότι είναι Σαρακοστή, το ψάρι καταλύεται λόγω της σπουδαιότητας της γιορτής. Έτσι και το παιδικό τραγούδι ήταν «Βάγια, Βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό,κι ως την άλλη Κυριακή με το κόκκινο αυγό!»